Γάζι
Tο Γάζι, πρωτεύουσα του δήμου, είναι κτισμένο στα δυτικά του ποταμού Γαζανού, στον οποίο οφείλει και το όνομα του. Ο ποταμός αυτός ταυτίζεται με τον αρχαίο ποταμό Τρίτωνα. Ο ιστορικός Andrea Cornaro αναφέρει για το Γαζανό ότι πηγάζει από το βουνό και δεν στερεύουν ποτέ τα νερά του. Οι Τούρκοι αργότερα τον αναφέρουν ως ποταμό των Ιτεών (Sogut deresi).
Ο οικισμός υπάρχει από την περίοδο της Βενετοκρατίας, όπως μαρτυρείται σε έγγραφο του Δουκικού Αρχείου του Χάνδακα (1379), στην Περιγραφή της νήσου Κρήτης του F. Barozzi (Descrittione dell’ isola di Creta) (1577), στην απογραφή του Πέτρου Καστροφύλακα (1583) καθώς και στην έκθεση του F. Basilicata (1630). Στην ίδια περίοδο υπήρχε στο χωριό καλλιεργήσιμη γη η οποία ανήκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου και περιελάμβανε αμπέλια και κήπους.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κατοικούσαν στο Γάζι αρκετοί Οθωμανοί οι οποίοι είχαν σημαντικές ιδιοκτησίες, όπως το μετόχι του Αμπτίν Βέη και τα μετόχια του Κατιρτζί Ογλού Μεχμέτ Πασά και του γιου του Μουσταφά Βελιουνδίν στη Σκαφιδαρά.
Στις Κρητικές Επαναστάσεις για την ανεξαρτησία του νησιού το Γάζι ήταν το πεδίο αρκετών μαχών ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Τούρκους. Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για την ιστορία του τόπου αποτελεί η μάχη της 2ας Μαρτίου 1868 κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε στη Γαζανή καμάρα ο αρχηγός του Μαλεβιζίου Καπετάν Ηρακλής Κοκκινίδης. Σε μια από τις μάχες της Επανάστασης του 1897 το Γάζι και το μετόχι Αμπτίν Βέη περιήλθε στα χέρια των Χριστιανών και πυρπολήθηκε.
Η περιοχή του Γαζίου παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον καθώς έχουν αποκαλυφθεί σημαντικά ευρήματα της Μινωικής περιόδου και σποραδικά ευρήματα από τη Ρωμαϊκή περίοδο. Τα πρωϊμότερα στοιχεία ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή αυτή ανάγονται στην Υπονεολιθική και Πρωτομινωική περίοδο. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις παραπέμπουν στην οργανωμένη κατοίκηση της από τη μινωική κιόλας περίοδο. Οι πληροφορίες που έχουμε προέρχονται από τα κατάλοιπα οικιστικών εγκαταστάσεων, τα ταφικά σύνολα καθώς και από το οικιακό ιερό στα Μπαΐρια.
Στις αρχές του 20ου αι. κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής του δρόμου που συνδέει το Ηράκλειο με την Τύλισο βρέθηκαν σε ένα λάκκο πήλινα αγγεία. Ο γνωστός αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζηδάκης που επισκέφτηκε το χώρο διαπίστωσε ότι τα αγγεία αυτά χρονολογούνται στην Πρωτομινωική περίοδο. Διέκρινε επίσης δυο αγγεία, τα οποία χρονολόγησε στην Υπονεολιθική περίοδο καθώς και κάποια άλλα στη Μεσομινωική. Αν η χρονολόγηση του Ιωσήφ Χατζηδάκη για τα Υπονεολιθικά αγγεία θεωρηθεί αποδεκτή, έχουμε την πρωιμότερη ένδειξη για κατοίκηση στην περιοχή από το τέλος της Νεολιθικής περιόδου. Η έρευνα που έγινε στο χώρο γύρω από αυτόν τον λάκκο αποκάλυψε τμήμα οικίας της Υστερομινωικής περιόδου. Με βάση τις πληροφορίες που συγκέντρωσε ο ανασκαφέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε στην περιοχή οικισμός από την Μυκηναϊκή έως τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στην ίδια περιοχή βρέθηκε επίσης τάφος της Ρωμαϊκής περιόδου.
Ο Α. Evans στο έργο του “Palace of Minos” αναφέρει ότι υπάρχουν κατάλοιπα μινωικού οικισμού στις εκβολές του Γαζανού ποταμού, του αρχαίου Τρίτωνος. Ο οικισμός αυτός, σύμφωνα με τον ίδιο λειτουργούσε ως επίνειο της Τυλίσου. Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν από την αρχαιολόγο Δ. Βαλλιάνου στην περιοχή της Αμμουδάρας, και συγκεκριμένα στο χαμηλό λόφο ”Αμμούδα”, έδειξαν ότι η φυσική διαμόρφωση της περιοχής σε συνδυασμό με τον εντοπισμό οικοδομικών λειψάνων και κεραμικής της Υστερομινωικής III περιόδου, παραπέμπει στην ύπαρξη παράκτιας μινωικής λιμενικής εγκατάστασης. Ο Α. Evans αναφέρει επίσης τον εντοπισμό τμήματος αρχαίου δρόμου που συνέδεε την πεδιάδα του Ηρακλείου μέσω της Τυλίσου με τις ορεινές περιοχές της Ίδης.
Σε μικρή απόσταση από το σύγχρονο οικισμό του Γαζίου στην περιοχή κοντά στο Γαζανό ποταμό εντοπίστηκαν στις αρχές του 20ου αι. κατάλοιπα εκτεταμένης μινωικής οικιστικής εγκατάστασης. Η έρευνα έγινε από τους J. S. Pendlebury, Μ. Β. Money-Coutts, Ε. Eccles το 1934 και αποκάλυψε κεραμική κυρίως στις όχθες του Γαζανού ποταμού και στις δυο πλευρές του δρόμου, η οποία χρονολογείται από τη Μεσομιvωική I έως την Υστερομιvωική I περίοδο. Ένδειξη πρωιμότερης εγκατάστασης αποτελεί ένα μονάχα όστρακο Πρωτομινωικής III περιόδου.
Επίσης εντοπίστηκαν ίχνη ενός τοίχου στη νότια πλευρά δρόμου και στη βόρεια κάποιοι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για άνδηρα και πιθανόν να είναι αρχαίοι. Ίσως πρόκειται για οικισμό στον οποίο ανήκει μια Μεσομινωική ταφή που ανέσκαψε ο Ιωσήφ Χατζηδάκης στις εκβολές του Γαζανού ποταμού. Στην περιοχή επίσης βόρεια του ποταμού βρέθηκε κεραμική της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου.
Εκτός από τα παραπάνω ευρήματα υπάρχουν και άλλα στοιχεία που παραπέμπουν στην κατοίκηση της περιοχής από τη μινωική εποχή. Στους Κουμπέδες έχει βρεθεί κεραμική και κτίρια της Υστερομινωικής I περιόδου ενώ στο Γάζι, όπως αναφέρει ο Ιωσήφ Χατζηδάκης, υπήρχε ένας οικισμός της Υστερομινωικής I – III περιόδου.
Το σημαντικότερο και γνωστότερο μνημείο της περιοχής είναι το μινωικό οικιακό ιερό στα Μπαΐρια, όπου βρέθηκαν τα πέντε ειδώλια των θεοτήτων με τα υψωμένα χέρια.
Ο χαμηλός λόφος Μπαΐρια βρίσκεται στα αριστερά του δρόμου που οδηγεί από το Γάζι στο Καβροχώρι και στον Κρουσώνα. Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκαν τυχαία την άνοιξη του 1936 από τον ιδιοκτήτη ενός αμπελιού δυο πήλινα ειδώλια της Μινωικής Θεάς. Ακολούθησε μια σύντομη ανασκαφική έρευνα που αποκάλυψε δωμάτιο διαστάσεων 4,0Χ4,0μ., το οποίο αποτελούσε τμήμα ολόκληρου οικοδομήματος που συνεχιζόταν προς Βορρά με κατεύθυνση Α-Δ. Ο χώρος αυτός θεωρήθηκε οικιακό ιερό της Μετανακτορικής περιόδου. Βρέθηκαν πέντε ειδώλια γυναικείας θεότητας. Σε όλα η θεά έχει παρασταθεί με υψωμένα χέρια. Αυτή είναι η γνωστή χειρονομία, που ίσως σημαίνει χαιρετισμό, ευλογία, δέηση ή δηλώνει τη στάση της θεάς που επιφαίνεται. Τα ειδώλια είναι άνισου ύψους με βασικό επίσης χαρακτηριστικό ότι το κάτω τμήμα του σώματος τους είναι κυλινδρικό. Ένα από αυτά ήταν ακέφαλο και ήταν το μοναδικό το οποίο βρέθηκε όρθιο, για αυτό το λόγο και καταστράφηκε το κεφάλι του. Στα κεφάλια των τεσσάρων ειδωλίων υπάρχουν κάποια σύμβολα. Το γεγονός ότι σε κάθε ειδώλιο φαινόταν ίχνη χώματος σε χρώμα καφέ, που προέρχονται από ξύλο, οδήγησε τον ανασκαφέα Σπυρίδωνα Μαρινάτο στην διαπίστωση ότι στο ιερό υπήρχε πιθανότατα ξύλινο δάπεδο, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένες οι θεές και τα υπόλοιπα αντικείμενα.
Τα ευρήματα του ιερού είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Το πιο γνωστό ειδώλιο, η “Θεά των μηκώνων” παριστάνει τη θεά να φοράει μια στεφάνη, η οποία φέρει καρφίδες με τρεις κωδίες του φυτού μήκων η υπνοφόρος (Papaver Somniferum), που είναι η γνωστή σε όλους παπαρούνα-αφιόνι, από την οποία εξάγεται το όπιο. Είναι η ήμερη, και όχι η άγρια παπαρούνα, η οποία μάλιστα ονομάζεται ήμερος η κηπευτική από το γνωστό ιατρό και φαρμακολόγο της αρχαιότητας Διοσκουρίδη. Η χρήση του φυτού στην αρχαιότητα είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Αναμφίβολα θεραπευτική σημασία θα έχουν και τα σύμβολα της μήκωvος στην κεφαλή του ειδωλίου. Έτσι η Μεγάλη θεά, η οποία είναι γνωστή ως θεά των όφεων και θεά των περιστέρων παρουσιάζεται εδώ ως θεά της μηκώνου.
Η δεύτερη θεά είναι η μικρότερη σε ύψος (0,52 μ.) φέρει στο κεφάλι δυο περιστέρια και το ιερό διπλό κέρας. Ολόκληρο το σώμα ήταν καλυμμένο με ερυθρό χρώμα, το οποίο σώθηκε μονάχα στο κατώτερο τμήμα. Η τρίτη θεά φέρει στο κεφάλι περιστέρι με την ουρά και τις φτερούγες ανοικτές και στηρίζεται στον μεσαίο από τρεις πλοκάμους των μαλλιών, που φθάνουν μέχρι τον αυχένα. Η τέταρτη θεά φέρει στο κεφάλι περιστέρι, δυο γλωσσοειδή αντικείμενα και τρία άλλα επιμήκη που καταλήγουν σε κερατοειδής αποφύσεις, τα οποία ίσως σχετίζονται με το θέμα του βλαστάνοντος σίτου.
Οι θεές χρονολογούνται στην Υστερομινωική III Β ή Γ περίοδο. Εκτός από τα ειδώλια στο ιερό βρέθηκε μια πήλινη τράπεζα προσφορών σχήματος ορθογωνίου μπροστά από τη Θεά αρ. 3, η οποία ήταν σε ύπτια θέση, καθώς και ένα λίθινο συσσωμάτωμα σε ψηλότερο επίπεδο. Βρέθηκαν επίσης λατρευτικά αγγεία και σκεύη, τα οποία και βοήθησαν στην χρονολόγηση των θεών. Ένα από τα ειδώλια της συλλογής Γιαμαλάκη, που σώζει κεφάλι στεφανωμένο με οδοντωτό στεφάνι, θεωρείται ότι μπορεί να προέρχεται από το ιερό στα Μπαΐρια.
Σύμφωνα με τον ανασκαφέα Σπ. Μαρινάτο η σειρά των ειδωλίων παριστά την ίδια Θεά αλλά με ποικίλες ιδιότητες: Θεά των όφεων (χθόνια ή οικιακή), Θεά των περιστερών (της υγείας ή της ευφορίας). Κατά την άποψη του η Μεγάλη Μητέρα ‘Όrante” της Μινωικής Κρήτης κληροδότησε πιθανότατα τη στάση ευλογίας ή προσευχής στη λεγόμενη Πλατυτέρα της βυζαντινής εικονογραφίας.
Αρκετά είναι τα μνημεία ταφικού χαρακτήρα τα οποία έχουν αποκαλυφθεί σε διάφορα σημεία της περιοχής και χρονολογούνται από την Πρωτομινωϊκή έως την Υστερομινωϊκή III και τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Στη θέση Μακράκη Μετόχι βρέθηκαν αγγεία της Πρωτομινωικής περιόδου μέσα σε ένα παραπέτασμα βράχου, όπου προφανώς υπήρχαν τάφοι.
Στα Μπαΐρια, κοντά στη διασταύρωση του δρόμου Κρουσώνα-Καβροχωρίου αποκαλύφθηκε τυχαία και ανασκάφηκε από τον Γ. Ρεθυμνιωτάκη στη συνέχεια ένα ταφικό ορθογώνιο κτίριο, το οποίο περιείχε δυο λουτηροειδής λάρνακες και μεγάλο αριθμό αγγείων, τα οποία χρονολογούνται στη Μεσομινωική ΙΑ περίοδο. Ενδιαφέροντα ευρήματα από το χώρο αυτό αποτελούν πέντε κωδωνόσχημα ειδώλια.
Στις εκβολές του Γαζανού ποταμού στον αμμώδη αγρό του “Μεμέτ Βαχητάκη” ανασκάφηκε από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη, στη δεκαετία του 1910, μια Μεσομινωική III ταφή σε πίθο, που περιείχε τα οστά ενήλικα άνδρα. Επίσης στη θέση Μηχανές βρέθηκαν σε κοιλότητες βράχων ταφές της Μεσομινωϊκής περιόδου. Οι ταφές αυτές αποτέθηκαν μέσα στις κοιλότητες του βράχου, που είχε διαμορφωθεί σε μικρό θάλαμο. Η ανασκαφή που έγινε έφερε στο φως δυο ελλειψοειδείς σαρκοφάγους, αγγεία και μικρούς ταφικούς πίθους, οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε μικρότερες κοιλότητες του βράχου.
Στα βόρεια του Γαζίου, στην περιοχή Τοπ Αλτί, κοντά στην εκκλησία των 62 Μαρτύρων, περισυνελέγησαν δυο λάρνακες και ένας ταφικός πίθος της πρώιμης Νεοαvακτορικής περιόδου. Η περιοχή αυτή, η οποία είναι παραθαλάσσια, ίσως χρησιμοποιήθηκε στην αρχή της Νεοανακτορικής περιόδου ως νεκροταφείο. Στην ίδια άλλωστε χρονική περίοδο ανήκει και η ταφή σε πίθο που ανασκάφηκε από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη στις εκβολές του Γαζανού ποταμού.
Στο Γάζι μέσα στα όρια του σημερινού οικισμού έχουν βρεθεί ένας θαλαμωτός τάφος της Υστερομιvωικής ΙΙΙ Β περιόδου και μια λάρνακα. Η κιβωτιόσχημη λάρνακα χρονολογείται στην Υστερομιvωϊκή περίοδο και κοσμείται με ρόδακες. Βρέθηκε το 1970 μαζί με μια μικρή ομάδα αγγείων μέσα σε ένα λάξευμα. Ο θαλαμωτός τάφος ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια χωματουργικών εργασιών σε οικόπεδο μέσα στο Γάζι στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Από τον τάφο σώθηκε μέρος του κυκλικού θαλάμου (1,70Χ1,35μ., και ύψους 1,30μ.) και τμήμα του δρόμου του, που διατηρήθηκε σε μήκος 0,70μ. Στη νότια πλευρά του θαλάμου βρέθηκε γραπτή κιβωτιόσχημη σαρκοφάγος με ψηλό σαμαρωτό κάλυμμα. Η διακόσμηση περιλαμβάνει ναυτίλους, φοινικοειδή και κυματοειδής ταινίες. Στο πώμα της σαρκοφάγου υπάρχει διακόσμηση τετράκτινου τροχού που πλαισιώνεται με επάλληλα τοξοειδή και ολόβαφα ημικυκλικά θέματα. Στη βόρεια πλευρά του θαλάμου του τάφου βρέθηκαν τέσσερα κρανία και οστά, τα οποία προέρχονται μάλλον από παλαιότερη διατάραξη του τάφου, η οποία επιβεβαιώνεται από τη μετακίνηση του πώματος της σαρκοφάγου, την καταστροφή του θαλάμου και την παρουσία φερτού χώματος στο δάπεδο του θαλάμου. Τα ευρήματα του τάφου είναι μικρός ψευδόστομος αμφορέας ΥΜ III Β περιόδου, ελλιπές πύραυνο, λίθινη κωνική ψήφος από πράσινο στεατίτη και τρίπλευρη ψήφος από στεατίτη.
Ένας δεύτερος θαλαμωτός τάφος της Υστερομινωικής III Β περιόδου ανασκάφηκε από τον Στ. Αλεξίου στη Σκαφιδαρά, στα νότια των πηγών του Αλμυρού. Ο θάλαμος του τάφου είχε ακανόνιστο ελλειψοειδές σχήμα, ήταν λαξευμένος στο μαλακό βράχο και είχε είσοδο από βορρά. Τα ευρήματα του τάφου είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Περιείχε τέσσερις σαρκοφάγους και μια ομάδα μικρών αγγείων (ψευδόστομοι αμφορείς, πρόχοι, κύλικες,κύπελλα, μόνωτα ποτήρια). Η μια σαρκοφάγος έχει παράσταση πλοίου στη μια πλευρά και σχηματοποιημένα χταπόδια στην άλλη, ενώ στις δυο στενές πλευρές υπάρχουν ανά δυο επάλληλοι αμφίκοιλοι βωμοί. Όλες οι πλευρές έχουν σχηματικό θέμα βράχων και κυματοειδείς γραμμές προφανώς για την απεικόνιση της θάλασσας. Η δεύτερη σαρκοφάγος έχει διακόσμηση με παπυροειδή μοτίβα και φοίνικες. Η τρίτη έχει φοίνικες ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται αμυγδαλοειδή θέματα και στο ανώτερο τμήμα τους σχηματίζονται με ραβδώσεις διπλοί πελέκεις. Η τέταρτη κοσμείται με ταινίες.
Η παράσταση του πλοίου στην σαρκοφάγο της Σκαφιδαράς σύμφωνα με τον ανασκαφέα Στ. Αλεξίου δεν πρέπει να συνδεθεί με την ταφή ενός ναυτικού, η οποία επέβαλλε μια παράσταση σχετική με τη ζωή του. Το θέμα του πλοίου που υπάρχει στην παράσταση και έχει παράλληλα στην Κρήτη, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και την Αίγυπτο, έχει ορισμένο νόημα και συμβολίζει τη μετάβαση του νεκρού στον άλλο κόσμο δια μέσω του Ωκεανού προς τη γη των μακάρων, ”ες Ηλύσιον πεδίον και πείρατα γαίης... όθι ξανθός Ραδάμανθυς” (Οδ. δ 563 κ. ε ).
Στην Σκαφιδαρά είχε βρεθεί παλαιότερα από τον Στ. Αλεξίου ένας πεταλοειδής τάφος που έσωζε το φράγμα του δρόμου και περιείχε μία κιβωτιόσχημη λάρνακα διακοσμημένη με σπείρες και διπλούς πελέκεις. Με αφορμή αυτό το εύρημα περισυνελέγησαν από την περιοχή διάφορα ευρήματα όπως αγγεία, πήλινοι κεραμικοί τροχοί, αγγεία, τα οποία προφανώς προέρχονται από γειτονικό μινωικό οικισμό.
Στην περιοχή της Σκαφιδαράς έχουν επίσης βρεθεί τμήματα πιθαριών που είναι διακοσμημένα με μετάλλια, τα οποία χρονολογούνται στην Αρχαϊκή εποχή.
Στη Ρωμαϊκή εποχή ανήκουν τα λείψανα αγροικίας και κεραμοσκεπείς τάφοι που εντοπίστηκαν επίσης στη θέση Μηχανές καθώς και ο τάφος που εντοπίστηκε από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη κατά τη διάνοιξη του δρόμου.
Σημαντικό μνημείο της περιοχής αποτελεί το θολωτό κτίριο των Κουμπέδων, το οποίο χρονολογείται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στους Κουμπέδες βρίσκεται η πηγή του Σερβιλή. Ο περιηγητής R. Pashley αναφέρει ότι στην πλούσια και γραφική αυτή πηγή σκοτώθηκε στις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης ο αρχηγός του Μαλεβιζίου και του Μυλοπόταμου, ο οπλαρχηγός Θεοδώρου. Το κρητικό τραγούδι το οποίο περιγράφει τη μεγαλοπρέπεια του οπλαρχηγού Θεοδώρου αναφέρει το τοπωνύμιο αυτό.
Η αναζήτηση της αρχαίας πόλης Απολλωνίας οδήγησε αρκετούς ερευνητές στο να τοποθετήσουν την πόλη αυτή στην περιοχή του Γαζίου.
Ο γνωστός περιηγητής R. Pashlley τοποθέτησε την Απολλωνία στον Αλμυρό ή στα περίχωρα του. Ένας άλλος ερευνητής ο Mariani την τοποθέτησε στη Μαραθοκεφάλα του Καβροχωρίου, αν και παρατηρεί ότι η ελάχιστη απόσταση από την Τύλισο έκανε δύσκολη την ύπαρξη ανεξάρτητης πόλεως. Υπέθεσε ότι το επίνειο της Απολλωνίας- Μαραθοκεφάλας, βρισκόταν στις εκβολές του Αλμυρού και ότι σε αυτήν ανήκε πιθανότατα το φρούριο της Καστροκεφάλας. Η υπόθεση του Mariani, όπως απέδειξε η αρχαιολογική έρευνα, δεν ευσταθεί. Οι ερευνητές Kirsten και Guarducci την τοποθέτησαν επίσης στις εκβολές του Αλμυρού. Η Ιταλίδα επιγραφολόγος στηριζόμενη σε αναφορές του Στ. Βυζάντιου, του Πλίνιου και σε άλλες μαρτυρίες υποστήριξε σχεδόν αποδεικτικά ότι η Απολλωνία βρίσκεται στην παραλία του Αλμυρού και έχει καλυφθεί σήμερα από τη θάλασσα. Ο Paul Faure τοποθέτησε εδώ το λιμάνι Ριζηνίας Απολλωνία, την οποία όμως τοποθετεί στην Πατέλα του Πρινιά.
Οι μέχρι σήμερα αρχαιολογικές ενδείξεις για την ελληνιστική εποχή στην περιοχή γύρω από το Γάζι δεν είναι αρκετές για να αποδείξουν την ύπαρξη στο χώρο αυτό της σημαντικής αρχαίας πόλης Απολλωνίας.