Φόδελε
Στο εσωτερικό μιας κοιλάδας κατάφυτης με εσπεριδοειδή, 28 περίπου χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και μόλις 3 χλμ. από τα παράλια του Κρητικού Πελάγους, είναι κτισμένο το “πολύρρυτο” Φόδελε.
Το τοπωνύμιο σχετίζεται πιθανότατα με το οικογενειακό όνομα των οικιστών Fodelle ( και Fodele), επώνυμο που απαντά συχνά σε έγγραφα της Βενετοκρατίας, ανάμεσα στα οποία στους καταλόγους των Κρητών που απελευθερώθηκαν από τη δουλοπαροικία το 1299 με τη συνθήκη Βενετών – Καλλέργη. Το ίδιο επώνυμο απαντά σε έγγραφα των ετών 1313, 1368 και 1429, στα οποία μνημονεύονται αντίστοιχα ο Hemanuelli Fodelle, ο Nicoletus Fodele, batelier (βαρκάρης), καθώς και ο Manolius Fodelle. Ως τοπωνύμιο σημειώνεται το 1248 σε έγγραφο του Κατάστιχου των Μοναστηριών του Κοινού, όπου αναφέρεται καλλιεργήσιμη γη στην περιοχή του Φόδελε ιδιοκτησίας της αυτοκρατορικής μονής Σφάκας, καθώς και σε έγγραφο του 1356 μαζί με τη Ροδιά και την Αχλάδα.
Στην ίδια περίοδο, σύμφωνα με νοταριακές (συμβολαιογραφικές) πράξεις, το Φόδελε ανήκε ως φέουδο στην ελληνορθόδοξη ρεθυμνιώτικη οικογένεια των Μελισσηνών ή Μελισσουργών. Σε έγγραφο της 10ης Δεκεμβρίου του 1554, που εντόπισε στα Αρχεία της Βενετίας ο Νικ. Παvαγιωτάκης, αναφέρεται διανομή του χωριού ανάμεσα στους φεουδάρχες Γεώργιο και Αλέξανδρο Μελισσηνό. Η συγκεκριμένη οικογένεια, εξάλλου, φαίνεται να συνδέεται με το Φόδελε ήδη από το 1323, όπως προκύπτει από αφιερωτική επιγραφή που βρίσκεται στο βυζαντινό ναό της Θεοτόκου.
Δημογραφικά στοιχεία για τον οικισμό και γενικότερα για την Κρήτη του 13ου και 14ουαι. δεν υπάρχουν, ενώ εξαιρετικά αποσπασματικά είναι και τα πληθυσμιακά στοιχεία του 15ουαι. Στην παλαιότερη έως σήμερα γνωστή συστηματική απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 1577 από τον Γενικό Προβλεπτή Giacomo Foscarini (τα αποτελέσματα της οποίας είναι γνωστά από την “Descrittione dell’ isola di Creta” του Fr.Barozzi), ο οικισμός αναφέρεται ως Fodhele στην επαρχία Μυλοποτάμου. Στην απογραφή του 1581-1583, που διενήργησε ο λογιστής των Συνδίκων Pietro Castrofilaca και που είναι λεπτομερέστερη από την προηγούμενη, αναφέρεται ξανά στην καστελλανία Μυλοποτάμου με 129 κατοίκους. Το 1595, στην έκθεση του L. Quirini, σημειώνεται η περιοχή του Φόδελε (luogo delle Fodelle) και ο ποταμός του Φόδελε (fιume delle Fodelle). Ο ίδιος ποταμός, ο οποίος “κινεί μύλους και τρέχει συνεχώς καλό και άφθονο νερό”, συμπεριλαμβάνεται ισότιμα με τους άλλους μεγάλους ποταμούς του Βασιλείου της Κρήτης στην Αναφορά του Βενετού μηχανικού Francesco Basilicata προς το Γενικό Προβλεπτή Pietro Giustiniano. Στην απογραφή του 1630 το Φόδελε αναφέρεται και πάλι στην καστελλανία του Μυλοποτάμου.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στην απογραφή του 1671, ο οικισμός αναγράφεται ως Fodule ξανά στην επαρχία Μυλοποτάμου της διοίκησης Ρεθύμνης, ενώ πυκνές είναι οι αναφορές του οικισμού σε έγγραφα της ίδιας περιόδου. Σε ένα από αυτά (1744), του Ιεροδικείου Μυλοποτάμου, αναφέρεται πώληση τμήματος ελαιοτριβείου που βρίσκεται μέσα στον οικισμό ιδιοκτησίας του δημοσίου “κατά 2,5 οκάδες”, στον καπετάν-Νικόλα.
Με την ψήφιση του δημοτικού νόμου από τη Γενική Συνέλευση που συνήλθε το 1879, αμέσως μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας, το Φόδελε και η μονή του Αγ. Παντελεήμονα υπάγονταν στο δήμο Δαμάστας. Στον ίδιο δήμο περιλαμβάνεται και στην απογραφή του 1881 με 348 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με την Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας (αρ. φ. 61/6.11.1900,30) στην επόμενη απογραφή του 1900, ο πληθυσμός του Φόδελε ανερχόταν στους 405 κατοίκους.
Με το νόμο 411 (12-8-1901) “Περί σχηματισμού των Δήμων” η Κρήτη διαιρέθηκε σε τρεις αστικούς δήμους και σε 74 επαρχιακούς α’ και β’ τάξης, ανάλογα με τον πληθυσμό. Στη φάση αυτή των διοικητικών ανακατατάξεων καταργήθηκε ο δήμος Δαμάστας και το Φόδελε προσαρτήθηκε στον επαρχιακό δήμο Τυλίσοu της επαρχίας Μαλεβιζίου. Από το 1925 αποτελεί αυτόνομη κοινότητα της ίδιας επαρχίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής του δήμου Γαζίου, του έτους 2001, ο συνολικός πληθυσμός του Φόδελε ανέρχεται στους 645 κατοίκους.
Αρχαιολογικές θέσεις-τυχαία ευρήματα από την ευρύτερη περιφέρεια του Φόδελε
Η περιοχή του Φόδελε δεν έχει ερευνηθεί ποτέ ανασκαφικά, παρά το γεγονός ότι οι φιλολογικές μαρτυρίες και ο μεγάλος αριθμός των τυχαίων ευρημάτων, σε συνδυασμό με το πλούσιο φυσικό περιβάλλον, υποδηλώνουν ότι πρόκειται για περιοχή με ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχαιολογικό τοπίο. Στις περιοχές απ’ όπου προέρχονται τυχαία ευρήματα, ή είναι ορατά αρχιτεκτονικά και οικοδομικά κατάλοιπα, συγκαταλέγονται το Διαλισκάρι, τα Λενικά, η Ανεμοκερατιά κ.ά.
Η μοναδική μινωική θέση που ανασκάπτεται συστηματικά έως σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Φόδελε, βρίσκεται στα όρια της κτηματικής περιφέρειας Φόδελε-Σισσών, στην παραλία των Πέρα Γαλήνων. Κατά την επιφανειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1983, στην παράκτια ζώνη του ομώνυμου όρμου, εντοπίστηκαν εκτεταμένα ίχνη οικιστικής εγκατάστασης στους δύο λόφους που οριοθετούν το μυχό του όρμου.
Οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβριο του 1993 από τις αρχαιολόγους Ελ. Μπάνου και Ελ. Τσιβιλίκα, με τη συμβολή του αρχαιολόγου Νικ. Λιανέρη, και συνεχίζονται συστηματικά έως τις μέρες μας, αποκαλύπτοντας τμήματα αξιόλογου μινωικού οικισμού.
Ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα κτιριακά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως είναι το συγκρότημα μεσομινωικών χρόνων με έναν ή περισσότερους πιθανόν ορόφους, τοίχους χτισμένους με φυλλίτες (τυπικό πέτρωμα της περιοχής), ανωδομή από πλίνθους και ξυλοδεσιά και πλακόστρωτα δάπεδα. Οι τοίχοι του κτιρίου σώζονται σε ορισμένα σημεία έως 2μ. ύψος και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι επιχρισμένοι με εκπληκτικής ποιότητας κονιάματα. Όπως υποδηλώνεται από τις πολλαπλές επιστρώσεις κονιαμάτων στους τοίχους, καθώς και από την ύπαρξη ενισχυμένου τοίχου, το κτίριο πρέπει να επισκευάστηκε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της χρήσης του.
Από τον οικισμό προέρχεται μεγάλη ποσότητα κεραμικής: ποικιλία κυπέλλων και τριποδικών χυτρών, πρόχοι, κάδοι, λύχνοι κ.ά. Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι ακόμη τα λίθινα αγγεία καθώς και οι τράπεζες προσφορών, που με συναφή ευρήματα προσδιορίζουν τον ιερό χαρακτήρα του μεγαλύτερου από τα δωμάτια που αvασκάφηκαν μέχρι τώρα.
Κατά τους ανασκαφείς, ο οικισμός των Πέρα Γαλήνων εντάσσεται σε ένα καλά οργανωμένο δίκτυο μινωικών λιμανιών-σταθμών της βόρειας ακτής που είχε αναπτυχθεί ήδη από τα παλαιοανακτορικά χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της ταύτισης των περισσότερων αρχαίων πόλεων της Κρήτης δεν έχει επιλυθεί οριστικά, η παράκτια κοιλάδα του Φόδελε έχει ταυτιστεί από αρκετούς ερευνητές με το Παvτομάτριον, μικρή παράλια πόλη, πιθανό επίνειο της Αξού, της οποίας ήταν απαραίτητη η φυσική έξοδος προς τη θάλασσα. Στη σχέση της Αξού με το Παντομάτριον έχει αναφερθεί η Ιταλίδα επιγραφολόγος Μ. Guarducci, σύμφωνα με την οποία η περιοχή δυτικά της Απολλωνίας πρέπει να ήταν σε κάποια περίοδο υπό τον έλεγχο της Αξού.
Η αρχαία πόλη Παντομάτριον αναφέρεται από τον Πλίνιο, τον Πτολεμαίο, ο οποίος κινούμενος από ανατολικά προς δυτικά την τοποθετεί μετά το “Δίον Άκρον” (ακρωτήριο Σταυρού;), καθώς και από το Στέφανο Βυζάντιο, ο οποίος δεν παραθέτει καμιά τοπογραφική ένδειξη. Το τοπωνύμιο, που συνδέεται από τις γραπτές μαρτυρίες και με την Ελεύθερνα, αποδίδεται σύμφωνα με άλλους ερευνητές στα βόρεια παράλια του Ρεθύμνου. Σε αρχαϊκή επιγραφή, εξάλλου, που βρέθηκε στην Ελεύθερνα, αναγράφεται το τοπωνύμιο “Διός Άκρον”, χωρίς να προσδιορίζεται η σχέση του με την πόλη. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχε ιερό του Δία πάνω στο απομακρυσμένο για την Ελεύθερνα ακρωτήριο του Σταυρού, συνήθως όμως απομακρυσμένα ιερά από τις αρχαϊκές πόλεις της Κρήτης ορίζουν και τα όρια της επικράτειάς τους. Επομένως, είναι πολύ πιθανό, αν το “Διός άκρον” ταυτίζεται με το ακρωτήριο του Σταυρού ή Αγ. Σώζοντος, η παράλια ζώνη του Φόδελε να ελεγχόταν σε κάποια περίοδο τουλάχιστον από την Ελεύθερνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα το ακρωτήριο του Σταυρού αποτελεί το ανατολικό οροθέσιο της κτηματικής περιφέρειας του Φόδελε.
Εκτός από τις έμμεσες φιλολογικές μαρτυρίες που αφορούν στην περιοχή του Φόδελε, ρωμαϊκά κατάλοιπα στην περιοχή Ελληνικά ή Λενικά (θέση απ’ όπου μαρτυρούνται και ερείπια λουτρικών εγκαταστάσεων) εντοπίστηκαν το 1963, από το Γάλλο ερευνητή Ρ. Faure.
Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Άγγλος αρχαιολόγος I. Sanders, μετά από επιτόπια έρευνα αμφισβήτησε την άποψη του Ρ. Faure σχετικά με την ύπαρξη ρωμαϊκών καταλοίπων στην περιοχή. Επισημαίνεται όμως ότι η επιφανειακή έρευνα που πραγματοποίησε ο I. Sanders, περιορίστηκε αποκλειστικά στο χώρο που περιβάλλει το βυζαντινό ναό της Παναγίας και επομένως η αποδοχή των συμπερασμάτων του είναι ιδιαίτερα επισφαλής.
Τα κάστρα και οι πύργοι του Φόδελε
Η στρατηγική θέση της περιοχής του Φόδελε με τα χερσαία και τα θαλάσσια περάσματα, στα φυσικά και διοικητικά όρια Ρεθύμνου-Ηρακλείου, υπήρξε παράγοντας καθοριστικός για την εγκατάσταση βιγλώv και πύργων στις δυσπρόσιτες κορυφογραμμές της, ήδη από την περίοδο της Βενετοκρατίας.
Από τις αρχές του 14°” αι., απ’ όπου και οι πρώτες μαρτυρίες για την πειρατεία στην περίοδο της Βενετοκρατίας, η Αυθεντία της Κρήτης προχώρησε στη λήψη δραστικών μέτρων για τη μόνιμη φρούρηση των παραλίων, με την επιστράτευση του ντόπιου πληθυσμού αλλά και με την επιβολή ειδικών αγγαρειών.
Το 16° αι. πυκνές είναι οι αναφορές Βενετών αξιωματούχων σχετικά με τη συστηματική οργάνωση ενός αποτελεσματικότερου αμυντι κού προγράμματος. Για την παρεμπόδιση εχθρικής απόβασης και την προστασία από πειρατικές επιδρομές, οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι της Γαληvοτάτης προτείνουν την εγκατάσταση φρουρών στις ακτές του νησιού, καθώς και την κατασκευή μικρών πύργων σε παράκτιες θέσεις που παρέχουν τη δυνατότητα ευρείας κατόπτευσης και επιτήρησης των “επικίνδυνων” περασμάτων.
Το 1633 ο Γενικός Προβλεπτής lorenzo Contarini ανέθεσε στο Nicola Gualdo de Priorati, στρατιωτικό διοικητή και αρχηγό της πολιτοφυλακής, την επιθεώρηση και ριζική αναδιάρθρωση του δικτύου φρούρησης της υπαίθρου και των ακτών. Ο Contarini παραχώρησε στον Gualdo μια φρεγάτα, με την οποία ο τελευταίος πραγματοποίησε τον περίπλου της Κρήτης, με στόχο την υλοποίηση των οδηγιών που είχε λάβει από το Γενικό Προβλεπτή. Το Φόδελε υπήρξε σταθμός της περιοδείας του Gualdo, στις 10 Απριλίου του 1633, από τον οποίο απηύθυνε διαταγές στον καπιτάvο του Μυλοποτάμου για τη φρούρηση του όρμου των Φρασκιών, του όρμου των Πέρα Γαλήνων, του ακρωτηρίου του Αγ. Σώζοντος κ.ά. Στην περιοχή του Φόδελε οι θέσεις που καθορίζονται για την εγκατάσταση ακτοφρουράς είναι: στο όρος Μπομπιάς (υψόμ. 416μ.) πάνω από το ακρωτήριο Σταυρός (Άγ. Σώζων), στον όρμο του Φόδελε και στο μικρό λιμάνι του Αγ. Αντωνίου στους Γαλήνους. Υπεύθυνοι ορίζονται ο Francesco Canale και ο [Zuanne] Muazzo, ενώ τα χωριά που αναλαμβάνουν την αγγαρεία της φρούρησης είναι το Μάραθος, ο Άγ. Βασίλειος, το Φόδελε και ο Άγ. Αντώνιος Γαλήνων.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, στην περίοδο της πρώιμης Τουρκοκρατίας, σύντομη αναφορά στο αταύτιστο έως τώρα “κάστρο του Φόδελε” συγκαταλέγεται στα κείμενα Τούρκου περιηγητή.
Ο Οθωμανός “ταξιδιώτης του κόσμου” Εβλιά Τσελεμπί, στο κείμενο της περιγραφής της Κρήτης και της καταγραφής των τελευταίων χρόνων της πολιορκίας και κατάληψης του Χάνδακα, κατά την περίοδο 1668-1670, περιλαμβάνει μια συνοπτική περιγραφή του άγνωστου σήμερα “κάστρου του Φόδελε”. Αν και η μέθοδος που ακολουθεί στην καταγραφή του ιστορικού υλικού δεν είναι ιδιαίτερα επιστημονική (ο Τσελεμπί είναι βαθύτατα επηρεασμένος από την αφηγηματική παράδοση της Ανατολής), τα στοιχεία που παραθέτει είναι σημαντικά. Το κάστρο του Φόδελε κατασκευάστηκε, όπως σημειώνει, από το Ντελή Χουσεiν Πασά, αλλά με την πάροδο του χρόνου ερειπώθηκε. Σύμφωνα με το χρονολογικό πίνακα των πασάδων της Κρήτης, που μετέφρασε το 1902 από αντίστοιχο τουρκικό ο Ι. Παπαδάκης και δημοσιεύτηκε στο “Κρητικόν Ημερολόγιον” του ίδιου έτους, ο Χοuσειν πασάς, ο επονομαζόμενος Ντελή (τρελός-γενναίος) αναφέρεται από το έ.ε. 1055, δηλαδή από το 1645.
Ο Τσελεμπί σημειώνει για το κάστρο ότι το ανακαίνισε ο αρχιναύαρχος στρατηγός Φαζίλ Αχμέτ πασάς το 1077 έ.ε. (1666) με το στράτευμα του Μουράτ πασά από την Καισάρεια, μαζί με μια ομάδα γενιτσάρων κανονιοβολιστών, οπλουργούς, ένα σαντζάκ-μπέη και τους σπαχήδες των ελαιώνων στην επιστασία του κάστρου. Συμπληρώνει ακόμη ότι κατασκευάστηκε, όπως και το κάστρο του λιμανιού Τσανάκ (Αγ. Πελαγία), πάνω σε επιχωματώσεις στην άκρη του λιμανιού, που η χωρητικότητα του ανέρχεται στα 100 πλοία. Η περίμετρος του κάστρου υπολογίζεται από τον Οθωμανό περιηγητή στα τριακόσια βήματα, στο εσωτερικό του υπάρχει πόσιμο νερό και ως προς τον εξοπλισμό του σημειώνει ότι είναι εφοδιασμένο με 27 μπελγεμέζια (τηλεβόλα όπλα μικρού βεληνεκούς). Οι ” άπιστοι “, αφηγείται, “ήρθαν μερικές φορές να πάρουν το κάστρο, αλλά με τα κανόνια του βυθίστηκαν 7 δικά τους καράβια”.
Για τη θέση του κάστρου που αναφέρει ο Τσελεμπί στο Φόδελε, κατεστραμμένου σήμερα, μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Πιθανότερες θέσεις, σύμφωνα με τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά που παραθέτει, μπορούν να θεωρηθούν: α) το ανατολικό ή το δυτικό τμήμα του λιμανιού και β) το παράκτιο πλάτωμα που διαμορφώνεται στο κέντρο περίπου του λιμανιού, στη νοητή προέκταση λοφοσειράς, που ίσως στην περαστική ματιά του Εβλιά Τσελεμπί να έμοιαζε ότι είχε διαμορφωθεί με επιχωματώσεις (το πλάτωμα αυτό είναι σήμερα κομμένο από την εθνική οδό Ηρακλείου-Χανίων). Η τελευταία θέση, αποτυπωμένη ανάγλυφα στο γνωστό χωρογραφικό σχεδίασμα της παραλίας του Φόδελε του Fr. Basilicata, παρέχει τη δυνατότητα επόπτευσης ολόκληρου του όρμου.
Η κατασκευή πύργων-παρατηρητηρίων στη διάρκεια της πρώιμης Τουρκοκρατίας υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη πάταξης της πειρατείας, φαινόμενου συχνού στις παράκτιες περιοχές. Σημαντικές πληροφορίες για τη μάστιγα των πειρατικών επιδρομών και τον τρόπο αντιμετώπισης τους από την οθωμανική αρχή, αναφέρονται σε έγγραφα του Τουρκικού Αρχείου της 3ης και της 6ης Απριλίου 1689. Το τελευταίο απευθύνεται στον κετχουντά, στους ιερείς και στους προκρίτους της επαρχίας Μαλεβιζίου, το ίδιο όμως πρέπει να ίσχυε και για τις υπόλοιπες παράκτιες περιοχές και ιδιαίτερα για όσες γειτνιάζουν με την παραθαλάσσια ζώνη του Μαλεβιζίου, προκειμένου να είναι τα μέτρα περισσότερο αποτελεσματικά. Μεταξύ άλλων, το έγγραφο αναφέρει “ότι διαπιστώθηκε πως οι Έλληνες φρουροί των πύργων έχουν συμμαχήσει με τους Χαΐνηδες και τους κουρσάρους, οι τελευταίοι από τους οποίους αποβιβάζονται στις παραλίες και πλήττουν το μουσουλμανικό στοιχείο”. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε “μπουγιουλουρντί” (διαταγή) με το οποίο ορίζονταν υπεύθυνοι εγγυητές, ώστε να ειδοποιούν έγκαιρα μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα κουρσάρικα πανιά. Συγκεκριμένα, εάν εμφανιζόταν πλοίο “υποταγμένο”, εμπορικό ή πειρατικό, κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι φρουροί έπρεπε να υψώνουν κόκκινη σημαία και ταυτόχρονα να ειδοποιούν την οθωμανική αρχή με εντεταλμένους φρουρούς. Εάν πάλι εμφανιζόταν τη νύχτα, ήταν υποχρεωμένοι να αλληλοειδοποιούνται με πυρσούς, όπως γινόταν παλαιότερα, και παράλληλα να το γνωστοποιούν στην τουρκική αρχή. Υπογραμμίζεται επίσης ότι έπρεπε να καταρτιστεί “βιβλίο” στο οποίο θα αναφέρονταν οι τοποθεσίες των φρουρούμενωv βιγλώv. Ένα έτος αργότερα, με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 1690, καταργούνται οι σκοπιές, εκτός από ορισμένες στις περιοχές Χανίων και Σούδας, διότι δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, αλλά “αντίθετα δαπανώνται πολλά χρήματα γι ‘ αυτές κάθε χρόνο από τους ραγιάδες, με τον όρο όμως ότι οι ραγιάδες δεν θα επιδείξουν ολιγωρία και θα ειδοποιούν τους διοικητές όταν εμφανιστούν ληστές”.
Από την περίοδο της όψιμης Τουρκοκρατίας προέρχονται τα καλύτερα σωζόμενα κατάλοιπα νεότερων οχυροματικών έργων στην περιφέρεια του σημερινού Δήμου Γαζίου, οι πύργοι ή “κουλέδες” του Φόδελε.
Η λέξη κούλες ή κουλές προέρχεται από την τουρκική λέξη “κούλε”, αραβικής προέλευσης, που σημαίνει πύργος. Το σύστημα της “πυργοποιϊας” ήταν ένας επιτυχημένος νεωτερισμός που εφαρμόστηκε από την τουρκική στρατιωτική διοίκηση, παρά την αποτελμάτωση που την διέκρινε, για την καταστολή της επανάστασης του 1866-1869. Ο Χουσεϊν Αυνή πασάς, στρατιωτικός και Γενικός Διοικητής της Κρήτης το 1867, αποφάσισε να στερεώσει τον έλεγχο των επαρχιών με την ανέγερση πύργων-οχυρών σε στρατηγικές θέσεις και την εγκατάσταση μόνιμων στρατιωτικών μονάδων σ’ αυτούς.
Με την κατασκευή των πύργων εξασφαλιζόταν η άμεση και συνεχής παρουσία των τουρκικών δυνάμεων στο νησί, η άγρυπνη επιτήρηση των επαναστατών και η παρεμπόδιση της μεταξύ τους επικοινωνίας αφού όλοι οι πύργοι είχαν μεταξύ τους αλυσωτή επαφή. Παράλληλα, το αμυντικό αυτό σχέδιο απέβλεπε και στο στενότερο αποκλεισμό των παραλίων, δεδομένου ότι οι αποβιβάσεις εθελοντών και πολεμοφοδίων το 1866 ήταν συχνές και η ανάγκη παρεμπόδισης του ανεφοδιασμού των επαναστατών επιβεβλημένη.
Σε διάστημα ενός έτους χτίστηκαν βιαστικά 320 πύργοι στις κρητικές οροσειρές, οι περισσότεροι σε υψόμετρο έως 1200 μ. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του Π. Πρεβελάκη από την “Παντέρμη Κρήτη”:
“Ο χειμώνας ξεθύμαινε, η άνοιξη έφερνε τα σεφέρια. Οι πύργοι πού ‘χτιζε ο Χουσείν Αβνής πηγαίνανε να φτάσουνε τους ογδόντα. Είχανε ξαπλωθεί στο νησί σαν τίποτα σαραντάπηχοι του παραμυθιού, πετρωμένοι κι ασάλευτοι, όμως εκατοντακέφαλοι, που κρατούσανε λακιρδί μεταξύ τους με τρουμπέτες και σαΐτάpια. Στους κάμπους, όπου οι πύργοι μπορούσανε να αταuρώσουνε με τις φωτιές τους, ο Σηκωμός αγγελομάχουνταν. Στα βουνά ο Κρητικός έβανε την πέτρα μετερίζι και πολεμούσε τους κλεισμένους. Ο ένας πύργος βοηθούσε τον άλλο κι έπαιρνε τα μηνύματα του να τα πάει παραπέρα στον κισλά, όπου βρισκότανε κονεμένο το πολύ ασκέρι. Όταν η κουμπάνια σωνότανε σε κανένα πύργο, έπρεπε να τον εφοδιάσει ο διπλανός του, ή να γυρέψουνε βοήθεια από τον κισλά. Έβγαινε τότε στο ξέσκεπο ο Τούρκος κι έπιανε μάχη με τους Κρητικούς. Οι τράκοι απάνω στο νησί δεν είχαν μετρημό. Στα μέρη του Μεγαλόκαατρου κι ανατολικότερα, όπου οι πύργοι ήτανε κτισμένοι πιο ανάρια, τα μπαΐράκια που κυβερνούσε ο Κόρακας χτυπηθήκανε πολλές φορές με τον Τούρκο, κι αλλού τονε κερδέσανε στο σπαθί, αλλού τσακίσανε εκείνα”. Παρακάτω συμπληρώνει: “…η εξουσία του Τούρκου ξάπλωνε, οι πύργοι πού ‘χε κτισμένους κόβανε τη συγκοινωνία ανάμεσα στις επαρχίες και τις κάνανε να πλαντάζουν, αποκομμένες η μια από την άλλη.”
Σε επιστολή εξάλλου του Λόγιου προς το διαπρεπή νομομαθή Μ. Ρενιέρη (12/10/1868), σημειώνεται: “εις Φόδελε έκτισεν [ο Χοuσείν Αυνή] 9 πύργους μέχρι τούδε”. Για τους ίδιους πύργους, ο Ν. Καλομενόπουλος μνημονεύει: “από το Σεπτέμβριο του 1868 και εξής ο τουρκικός στρατός προχώρησε μέχρι το ανατολικό άκρο του Μυλοποτάμου και κατήλθε μέχρι το Μπαλί και το Φόδελε όπου ανήγειρε πύργους”, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον πλοίαρχο των θρυλικών ατμόπλοιων της επανάστασης Ν. Σουρμελή στο Ημερολόγιο του, στο οποίο μάλιστα σημειώνει ότι η κατασκευή των πύργων κατέστησε τους πλόες περισσότερο επικίνδυνους. Πολλοί από τους πύργους αυτούς εγκαταλείφθηκαν το 1872, όταν μειώθηκε η δύναμη της χωροφυλακής που τους επάνδρωνε. Η ερήμωσή τους επιτάθηκε το 1874, όταν κατεδαφίστηκαν 40 μεγάλοι και 40 μικροί πύργοι.
Στις 24 Μαϊου 1903, όπως αναφέρεται σε τοπική εφημερίδα, ψηφίστηκε στη Βουλή νομοσχέδιο “περί επαναφοράς εις την κυριότητα των πρώτων κυρίων των κατεστραμμένων πύργων εν Φόδελε…”, χωρίς όμως να αναφέρονται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς.
Οι πύργοι του Φόδελε, ξεχασμένα ερείπια σήμερα, αναπόσπαστα όμως συνδεδεμένα με τη νεότερη ιστορία, δεσπόζουν στις κορυφογραμμές του Μπομπιά (κτηματική περιφέρεια Φόδελε – Αχλάδας), στην κορυφή της Κοπροκεφάλας, στην Κεφάλα, (την κορυφή του λόφου που βρίσκεται πάνω από τη σύγχρονη ξενοδοχειακή μονάδα της παραλίας του Φόδελε) και στο δυσπρόσιτο λόφο του Κόκκινου Πύργου, κοντά στην κορυφή Ασήμι.
Πολύτιμος απόηχος των αμυντικών έργων στο Φόδελε είναι ο τοπωνυμικός πλούτος της περιοχής: “Καζάρμα”, “Κάστρα”, “Πυργάλι”, “Πύργος”, “Κόκκινος Πύργος”, “Πυροβολείο”, που διέσωσε η τοπική προφορική παράδοση, καθώς και οι θρύλοι που συνδέονται με τα έργα αυτά. Στα καφενεία του χωριού, οι ηλικιωμένοι θαμώνες διηγούνται ακόμα και σήμερα ιστορίες για τους νιζάμηδες που ανηφόριζαν από το χωριό στους πύργους.
Μεσαιωνικοί οικισμοί
Στην ευρύτερη περιοχή του Φόδελε σώζονται αξιόλογα κατάλοιπα μεσαιωνικών οικισμών. Εκτός από την περιοχή Ρέρες και τον Άγ. Βασίλειο, βορειοανατολικά του οικισμού, κοντά στις όχθες του ποταμού του Φόδελε είναι σκεπασμένα από πυκνή βλάστηση τμήματα μεσαιωνικών οικιών, ενώ βορειοδυτικά, στην πλαγιά ενός λόφου πάνω από τις Λουμπινιές, σώζονται τα ερείπια του γνωστού “Τουρκομέτοχου”.
Μεταβυζαντινό οικιστικό σύνολο, πρόσφατα αναστηλωμένο, βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το βυζαντινό ναό της Παναγίας. Το οικιστικό αυτό συγκρότημα αναστηλώθηκε με την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού και σε ένα από τα κτίρια του λειτουργεί από τον Αύγουστο του 1998 έκθεση αντιγράφων έργων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Σε μικρή απόσταση από το συγκρότημα της μεταβυζαντινής αγροικίας βρίσκεται πετρόκτιστο πηγάδι με μηχανισμό άντλησης νερού.