Δήμος Μαλεβιζίου - Municipality of Malevizi

Αρχαιολογικοί Χώροι

Αρχαιολογικός Χώρος Τυλίσου

Τη θέση της πόλης εντόπισαν οι περιηγητές του περασμένου αιώνα Pashley και Spratt. Ο πρώτος (1937) ερχόμενος από το Μυλοπόταμο αναφέρει πώς έφτασε, με μια κουραστική κατάβαση, στην Τύλισο, όπου μολονότι δεν του ανέφεραν νομίσματα ή άλλα αρχαία, ήταν πεπεισμένος ότι πρόκειται για τη θέση της αρχαίας Τυλίσου, αφού του ανέφεραν αυτό το τοπωνύμιο.

Ο Spratt είναι πιο αναλυτικός στην περιγραφή της Τυλίσου. Τοποθετεί την αρχαία πόλη στο ψηλότερο πάνω τμήμα της θέσης και εκπλήσσεται από την έκταση της, που βρισκόταν σε μια τόσο προνομιούχα και πλεονεκτική στρατηγική τοποθεσία. Την άποψη για τη σπουδαιότητα της πόλης στηρίζει τόσο στην έκταση των ερειπίων της όσο και στα νομίσματα της. Αναφέρει ότι οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό από κάποιους αρχαίους τάφους που είχαν τότε πρόσφατα συληθεί από λαθρανασκαφείς. Ακόμη οι κάτοικοι του χωριού του μίλησαν για θεμέλια τοίχων, που ήταν κατασκευασμένοι από μεγάλες πελεκητές πέτρες, που τις συναντούσαν όταν έσκαβαν ή όργωναν.
Η τύχη επιφύλαξε στον Ιωσήφ Χατζηδάκη, γιατρό και αρχαιολόγο, έναν από τους ιδρυτές της κρητικής αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Μουσείου Ηρακλείου, να ανασκάψει την ένδοξη Τύλισο. Ας δούμε πώς διηγείται ο ίδιος την ανακάλυψη της πόλης. “Το έτος 1906 κάτοικος τις του χωρίου, σκάπτων εις τους αγρούς της ιεράς Μονής Χαλέπας, ευρήκε τεσσάρας πελωρίους λέβητας, τους οποίους έφερεν εις το Ηράκλειον, ίνα τους πωλήση ως παλαιόν χαλκόν. Τούτους είδομεν κατά τύχην εις εργαστήριον χαλκέως και τους ηγοράσαμεν δια το Μουσείον. Εζητήσαμεν δε αμέσως άδειαν και πίστωσιν από την κρητικήν Κυβέρνησιν προς διενέργειαν ανασκαφών. Ήρχισαν αύται τον Ιούνιον του 1912 και διήρκεσαν τρεις θερινός περιόδους”.
Στη δεκαετία του 1940 ο αείμνηστος Έφορος Αρχαιοτήτων καθηγητής Νικόλαος Πλάτων ανάλαβε μεγάλης κλίμακας εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των μεγάρων της Τυλίσου, με τη συνεργασία του μοναδικού τότε τεχνίτη του Μουσείου Ζαχαρία Κανάκη. Σκοπός των εργασιών ήταν η στερέωση των τοίχων, των πλακόστρωτων, και των αρχιτεκτονικών μελών με τρόπο μόνιμο, με τη συμπλήρωση ορισμένων τμημάτων (πατωμάτων, παραστάδων, πολυθύρων κ.ά.) σύμφωνα με τις ασφαλείς ενδείξεις που υπήρχαν. Ακόμη επιχώσθηκαν τα διαμερίσματα που είχαν αποκαλυφθεί για στρωματογραφικές παρατηρήσεις κατά την ανασκαφή, ούτως ώστε να σχηματίζεται πλήρης εικόνα των μεγάρων κατά την εποχή της ακμής τους. Τότε έγινε και εξωραϊσμός του χώρου και του περιβόλου. Οι εργασίες έγιναν στα μέγαρα Α και Β.
Οι εργασίες αυτές συμπληρώθηκαν μετά από λίγα χρόνια το 1951 – 55 πάλι από τον Πλάτωνα. Στερεώθηκαν ακόμη τότε τα δάπεδα, οι παραστάδες, παράθυρα και κλιμακοστάσια του μεγάρου Β. Τότε έγιναν οι εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης στο Μέγαρο Γ, στην πλατεία του Βωμού και στους πλακόστρωτους δρόμους δυτικά από το μέγαρο Γ. Στο μέγαρο Γ αποκαταστάθηκαν όλα τα πλακόστρωτα δάπεδα, το πολύθυρο, το τριπλό παράθυρο, οι σκάλες ανόδου στον όροφο. Ακόμη στερεώθηκε ένα πολύθυρο και μερικά αρχιτεκτονικά μέλη του νεότερου μεγάρου Γ

Η στερέωση των διαδοχικών πλακόστρωτων δρόμων οδήγησε στην ανακάλυψη νέας πλακόστρωτης αυλής, δίπλα στην πλατεία του βωμού και της βόρειας στοάς από πέντε κίονες, σύγχρονης με το υστεροανακτορικό μέγαρο (1400 – 1200). Παρόμοια και σύγχρονη στοά υπάρχει μόνο στην Αγία Τριάδα και στον Κομμό, που στα χρόνια αυτά ήταν το ανακτορικό κέντρο και το ανακτορικό λιμάνι αντίστοιχα της νότιας Κρήτης έχοντας αντικαταστήσει τη Φαιστό στο ρόλο αυτό. Τέλος τότε εκπονήθηκαν νέα σχέδια των μεγάρων από τον Piet de Jong.

Αν επιχειρούσαμε μια κατάταξη των μινωικών πόλεων και οικισμών σε κατηγορίες, με κριτήριο την ιστορία τους, την ποιότητα της αρχιτεκτονικής τους και τα ευρήματα που έγιναν σ’ αυτές, στην πρώτη κατηγορία πρέπει να κατατάξουμε τις ανακτορικές μινωικές πόλεις Κνωσό, Φαιστό, Μάλια, Ζάκρο, Αγία Τριάδα, Αρχάνες και τα αστικά μινωικά κέντρα Παλαίκαστρο και Τύλισο. Ας δούμε γενικά την αρχιτεκτονική και τα ευρήματα της Τυλίσου, για να στηρίξουμε αυτήν την κατάταξη.

Η αρχιτεκτονική των μεγάρων της Τυλίσου πλησιάζει εκείνη της Κνωσού και είναι πιο εντυπωσιακή ακόμη και από ανακτορικά κτίρια, π.χ. τα Μάλια. Τα ευρήματα της Τυλίσου είναι μοναδικά. Οι τρεις τεράστιοι χάλκινοι λέβητες (καζάνια) δεν έχουν όμοια τους σε όλον στο Αιγαίο και δηλώνουν το μεγάλο αριθμό κατοίκων στα μέγαρα, αλλά και τη δυνατότητα απόκτησης του πολύτιμου εισαγμένου υλικού, που έφτανε στην Κρήτη μόνο μέσω του οργανωμένου ανακτορικού εμπορίου.

Το χάλκινο ειδώλιο της Τυλίσου είναι το μεγαλύτερο και καλύτερο στο είδος του – οι μελετητές το χαρακτηρίζουν ‘εκπληκτικής τέχνης’. Οι λέβητες και τα ειδώλια μαρτυρούν ότι η Τύλισος ήταν μεγάλο κέντρο χαλκουργίας ή την ύπαρξη στην Τύλισο μια τοπικής σχολής χαλκοπλαστικής. Οι πινακίδες της ανακτορικής Α μινωικής γραφής έχουν βρεθεί μόνο σε ανάκτορα και μέγαρα. Ένα πήλινο ειδώλιο και ένα πιθάρι έχουν εγχάρακτη επιγραφή στη Γραμμική Α. Η μεγάλη επιχρισμένη δεξαμενή νερού δεν είναι συνηθισμένο εύρημα σε μινωικά μέγαρα και ανάκτορα.
Το ρυτό από οψιανό είναι επίσης σπάνιο – υπάρχει άλλο ένα από τη Ζάκρο. Οι μικρογραφικές τοιχογραφίες συναντώνται μόνο στην Κνωσό και δείχνουν την ευμάρεια και την εκλέπτυνση των κατοίκων της Τυλίσου.

Η Τύλισος ήδη στην εποχή της ακμής της, που είναι τα χρόνια 1650 – 1450, αλλά και στην επόμενη εποχή 1450 – 1200, συνδέεται πολύ στενά με την Κνωσό. Αποτελεί ουσιαστικά το παράρτημα της πρωτεύουσας, ένα κέντρο από το οποίο η ανακτορική εξουσία της Κνωσού ελέγχει – μαζί με το κοντινό μέγαρο του Σκλαβοκάμπου – το στρατηγικό πέρασμα από την κεντρική στη δυτική Κρήτη, αλλά και την οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή του Μαλεβιζίου, πεδινού και ορεινού, και ακόμη πιο πολύ τον πλούτο της Ίδης, μεγάλο πλουτοπαραγωγικό χώρο (κτηνοτροφία, ξυλεία και μαλλί). Στη διαπίστωση ότι οι δυο πόλεις είχαν στενές σχέσεις στη νεοανακτορική εποχή (1650 – 1450) και στην υστεροανακτορική εποχή (1450 – 1200) οδηγούν:

  • Η άριστη ποιότητα και η πολυτέλεια δομής, αλλά και η συνολική εμφάνιση των μεγάρων της Τυλίσου εξωτερικά, με τις τεράστιες πελεκητές πέτρες – μερικές έχουν και τεκτονικά σημεία – και εσωτερικά, με τις τοιχογραφίες, που μόνο με της Κνωσού μπορούν να συγκριθούν. Μάλιστα δεν είναι απίθανο τα μέγαρα της Τυλίσου να χτίστηκαν από τους ίδιους αρχιτέκτονες και οικοδόμους του ανακτόρου της πρωτεύουσας.
  • Η οργάνωση του εσωτερικού των μεγάρων και η διευθέτηση των διαφόρων διαμερισμάτων ανάλογα με τη λειτουργία τους μέσα στα μέγαρα Α και Γ κυρίως τα διαμερίσματα χωρίζονται με μακρούς πλακόστρωτους διαδρόμους και κλίμακες που οδηγούσαν στον όροφο. Τα κύρια διαμερίσματα είναι τα διαμερίσματα κατοικίας, οι αποθήκες και τα ιερά.
  • Οι μικρογραφικές τοιχογραφίες της Τυλίσου δυστυχώς σώθηκαν σε θραύσματα – 13 συνολικά – έχουν καταπληκτικές ομοιότητες θεματικές, στιλιστικές και εικονογραφικές με τις κνωσιακές. Μερικές λεπτομέρειες είναι πολύ κοντινές με τις αντίστοιχες της Κνωσού, ώστε να πιστεύουμε ότι τις τοιχογραφίες της Τυλίσου ζωγράφισαν κνώσιοι ζωγράφοι, Είναι το δεύτερο σύνολο μικρογραφικών τοιχογραφιών σε όλη την Κρήτη.

Η πόλη Τύλισος είναι καταγραμμένη στον κατάλογο των πόλεων που χαράχτηκε σε πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β Γραφής στην υστεροανακτορική ή μυκηναϊκή περίοδο, οι οποίες υπάγονται στον άμεσο έλεγχο της πρωτεύουσας Κνωσού, όπως και άλλες πόλεις (Αμνισός κλπ.).

Το μέγαρο που ιδρύθηκε πάνω στα ερείπια του νεοανακτορικού μεγάρου Γ, πιθανό να είχε τον τύπο του ‘μυκηναϊκού μεγάρου’, όμοιο με το αντίστοιχο της Αγίας Τριάδας (που ήταν το ανακτορικό κέντρο της Μεσαράς – η Φαιστός των πινακίδων) της ιδίας εποχής. Πιθανόν ήταν έδρα τοπάρχη εξαρτημένου από τον μεγάλο ανακτά της πρωτεύουσας Κνωσού.

Η δεξαμενή που χτίστηκε στα ανατολικά του μεγάρου της ύστερης ‘μυκηναϊκής’ φάσης και σε επαφή με αυτό, χρησιμοποιήθηκε για κάποια μορφή λατρείας, αφού σ’ αυτήν βρέθηκαν πήλινα ειδώλια και ένα πήλινο κεφάλι βοδιού, αλλά όχι πολλά όστρακα αγγείων. Ανάλογες λατρευτικές πράξεις εκτελούνταν στο ιερό πηγής, στην ‘Τυκτή Κρήνη’, στον Ξενώνα (Καραβάν Σεράι) Κνωσού, της ίδιας εποχής.

Ύστερα από την κατάρρευση της ανακτορικής εξουσίας στα μεγάλα κέντρα μετά το 1200, στην Τύλισο – όπως και στην Κνωσό – συνέχισε να υπάρχει ένας σημαντικός οικισμός, του οποίου οι κάτοικοι δεν χρειάστηκε να μετακινηθούν σε ασφαλέστερη θέση ή σε θέση καταφύγιο, όπως έγινε σε άλλα μεγάλα κέντρα.

Οι τάφοι της Τυλίσου που έχουν κατά καιρούς ανασκαφτεί ανήκουν κυρίως στην τελευταία περίοδο ακμής 1400 – 1200 π.Χ. Οι τάφοι ανήκουν στον τύπο των θαλαμωτών και περιέχουν πήλινες ζωγραφισμένες κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους, πήλινα αγγεία (κύπελλα, πρόχοι, λοπάδα, πυξίδιο, ποτήρι) και άλλα κτερίσματα όπως κοσμήματα, σφραγίδες κτλπ.

Το Μέγαρο Α
Tο μέγαρο Α ανασκάφτηκε πρώτο στη σειρά από τα τρία μέγαρα της Τυλίσου. Ο ανασκαφέας το ονόμασε αρχικά ανάκτορο γιατί πολλά από τα ευρήματα έμοιαζαν “ανακτορικά”. Καλύπτει το κεντρικό τμήμα του ανασκαμμένου αρχαιολογικού χώρου. Ήταν διώροφο, όπως δείχνουν οι σκάλες, και έχει 24 δωμάτια και άλλους χώρους. Οι διαστάσεις του είναι 35×18 μέτρα δηλαδή έχει εμβαδόν περίπου 630 τ.μ.

Το μέγαρο Α είναι κτισμένο με λαξευτούς πωρόλιθους, έχει πλακόστρωτους χώρους και σώζει σε πολλά σημεία των τοίχων τις θέσεις όπου ήταν τα ξύλινα δομικά στοιχεία των τοίχων.

Η είσοδος του βρίσκεται στη μέση της ανατολικής πλευράς. Ο επισκέπτης πρέπει να περπατήσει γύρω από τα ερείπια για να μπει στο μέγαρο από την είσοδο του. Συνήθως μπαίνει από το δυτικό τμήμα, όπου υπάρχουν ανοίγματα. Η είσοδος είναι ένα τρίθυρο με δύο πεσσούς, και οδηγεί σε μια ευρύχωρη αίθουσα με ένα κίονα στη μέση, που χρησίμευσε ως αποθήκη. Μέσα σ’ αυτήν βρέθηκε ένας χάλκινος πέλεκυς και φύλλα χρυσού. Από το πρόπυλο μπορεί κανείς να δει το εσωτερικό του νότιου τμήματος μέσα από ένα παράθυρο.

Απέναντι από την είσοδο μια πόρτα, με ένα παράθυρο δίπλα της, οδηγεί μέσα από ένα στενό διάδρομο στη βόρεια σκάλα που οδηγούσε στον όροφο. Δίπλα στην είσοδο αυτή βρέθηκε ένας λύχνος από στεατίτη.

Στα βόρεια βρίσκονται οι αποθήκες με τους πίθους που σώθηκαν στη θέση τους. Στο κέντρο των δύο αποθηκών βρίσκονται οι τετράγωνοι στύλοι, που στήριζαν την οροφή. Πάνω από τις αποθήκες, στον όροφο, υπήρχαν μεγάλες αίθουσες συγκεντρώσεων ή και συμποσίων με κίονες. Το νότιο τμήμα του μεγάρου είναι πιο περίπλοκο και πιο ενδιαφέρον. Εδώ υπήρχε το πολύθυρο μέγαρο, ο κεντρικός αρχιτεκτονικός πυρήνας των μινωικών ανακτόρων και άλλων μεγάλων οικοδομημάτων, που αποτελείται από ένα φωταγωγό στα δυτικά, μια στοά σε σχήμα Γ με κίονες και πλακόστρωτο δάπεδο καθώς και την κεντρική αίθουσα με πολύθυρα και πλακόστρωτο δάπεδο.

Γύρω από το πολύθυρο μέγαρο υπάρχουν όλα τα άλλα διαμερίσματα. Μια υπόστυλη κρύπτη με ένα κίονα και πλακόστρωτο πάτωμα, μέσα στην οποία βρέθηκαν πίθοι, πήλινα αγγεία, χάλκινοι πελέκεις και άλλα αφιερώματα. Ένα από τα πιο σπουδαία ευρήματα αυτής και ίσως όλης της ανασκαφής της Τυλίσου ήταν το χάλκινο χυτό ειδώλιο λατρευτή. Το δωμάτιο 11 ήταν ένα άδυτο καθαρμών με έξι σκαλοπάτια που οδηγούν χαμηλότερα. Σημαντικά ευρήματα περιείχε και η αποθήκη, επίσης πλακόστρωτη, η οποία περιλάμβανες τρεις μεγάλους χάλκινους λέβητες, που είναι κατασκευασμένοι από φύλλα χαλκού με περτσίνια, ένα ακόμη μοναδικό εύρημα της Τυλίσου. Στην ίδια αίθουσα βρέθηκαν οι ενεπίγραφες εγχάρακτες πινακίδες σε Γραμμικό Α σύστημα, ένα χάλκινο τάλαντο και πήλινα σφραγίσματα.

Το Μέγαρο Β
Το Μέγαρο Β έχει λιγότερο εντυπωσιακή εμφάνιση στη διάταξη των χώρων στο εσωτερικό. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι χτισμένοι με πελεκητούς πωρόλιθους. Το σχήμα του είναι ορθογώνιο και ήταν επίσης διώροφο. Η λειτουργία του ήταν πιθανόν αποθηκευτική στο ισόγειο και ίσως συμπληρωματική του Μεγάρου Α. Από τα ευρήματα του τα πιο αξιοσημείωτα ήταν οι πίθοι, τα πήλινα αγγεία (πυξίδα, χύτρες, πρόχοι, σκύφοι και κύπελλα), μια τράπεζα προσφορών από στεατίτη και θραύσματα τοιχογραφιών, από τα δωμάτια του πάνω ορόφου.
Το Μέγαρο Γ
Στη θέση του Μεγάρου Γ, βόρεια από το Μέγαρο Α υπήρξαν δυο διαδοχικά οικοδομήματα. Το πρώτο ανήκει μαζί με τα Μέγαρα Α και Β στην εποχή των νέων ανακτόρων. Το δεύτερο ιδρύθηκε στην τελευταία ανακτορική εποχή (14ο και 13ο αι. π.Χ.) ένα μέτρο ψηλότερα από τα ερείπια του νεοανακτορικού.

Το νεοανακτορικό Μέγαρο Γ καταχώστηκε μετά την καταστροφή του στα 1450 π.Χ., περίπου μέχρι το ύψος της οροφής του ισογείου του. Έχει διατηρηθεί σε καλή κατάσταση. Είναι μικρότερο (έκταση περίπου 350 τ.μ.) από το Μέγαρο Α και το σχέδιο του λιγότερο ενδιαφέρον. Το σχέδιο του είναι ακανόνιστο και τα διάφορα συγκροτήματα των δωματίων του δημιουργούν πτέρυγες που εξέχουν στα βόρεια και στα δυτικά. Η είσοδος του είναι στα ανατολικά. Με ένα σύστημα τεσσάρων διαδρόμων επικοινωνούν τα συγκροτήματα δωματίων του ισογείου.

Νότια από την είσοδο είναι ο τομέας του ιερού, με μια υπόστυλη κρύπτη. Το συγκρότημα των αποθηκών βρίσκεται στη δυτική πλευρά. Τα διαμερίσματα κατοικίας βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα του Μεγάρου. Οι επικοινωνίες με τον άνω όροφο γίνονταν με τρία κλιμακοστάσια. Εντυπωσιακά είναι τα παράθυρα στο δωμάτιο 14. Το δωμάτιο 12 ήταν ένα άδυτο καθαρμών. Ενδιαφέροντα ευρήματα από το Μέγαρο Γ ήταν οι πίθοι στις αποθήκες, τα θραύσματα τοιχογραφιών στο δωμάτιο 7 (είχαν πέσει από τον όροφο) και πολλά πήλινα αγγεία.

Από το νεότερο Μέγαρο Γ σώθηκαν λίγα λείψανα. δύο βάσεις κιόνων, κατώφλια και παραστάδες, ένας λίθινος αγωγός, μια λίθινη μικρή δεξαμενή και μια μεγάλη κυκλική κτιστή δεξαμενή με σκάλα καθόδου, στη ΒΑ. γωνία του παλιού μεγάρου. Σύγχρονη με το νεότερο μέγαρο είναι η στοά με τέσσερις κίονες που ανασκάφτηκε στα βόρεια του.

Ωράριο Λειτουργίας Αρχαιολογικού Χώρου Τυλίσου

ΩΡΑΡΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΩΡΑΜΕΡΕΣΑΡΓΙΕΣ
Απρίλιος - Οκτώβριος 08: 30 - 14: 30 Δευτέρα - Κυριακή -
Νοέμβριος - Μάρτιος 08: 30 - 14: 30 Τρίτη - Κυριακή Δευτέρα
Τηλέφωνο Αρχαιολογικού Χώρου: 2810 – 831498

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. Βασιλάκης, Τύλισος, Έκδοση της Κοινοτικής Επιχείρησης Τυλίσου 1997
Το Μαλεβίζι, Έκδοση του Οργανισμού Ανάπτυξης Μαλεβιζίου (ΟΡ.Α.ΜΑ.),1998
Το Ηράκλειον και ο Νομός του, Έκδοση της Νομαρχίας Ηρακλείου, 1971

Top